Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

ΝΕΟΚΛΑΣΣΙΚΕΣ ΚΕΡΑΜΟΙ




Κέραμος διπλής καμπυλότητος  "ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ  ΔΗΛΑΒΕΡΗ - ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΙΔΡΥΘΕΝΤΑ ΕΝ ΕΤΕΙ 1897". Σήμα κατατεθέν του εργοστασίου Δηλαβέρη, η λύρα.



Η άνω όψη της ανωτέρω κεράμου.



"ΚΕΡΑΜΟΠΟΙΕΙΟΝ ΠΑΤΡΩΝ Γ. Ρ. ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ". Το όνομα του ιδιοκτήτη του κεραμοποιείου είναι μεταξύ δύο σταυρών.


Η άνω όψη της πατρινής κεράμου.




"ΚΕΡΑΜΕΙΑ ΧΙΟΥ - ΕΛΕΦΑΣ". Όπως το λέει και στο όνομα, το σήμα κατατεθέν είναι τέσσερις ελέφαντες.



Η άνω όψη της ανωτέρω κεράμου.




"ΑΝΩΝ. ΚΕΡΑΜΟΥΡΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ - Ο ΚΥΚΛΩΨ - Γ. ΒΕΝΤΟΥΡΗΣ & ΣΙΑ ΑΘΗΝΑΙ".



Η άνω όψη της ανωτέρω κεράμου.



"ΚΕΡΑΜΕΙΑ ΠΑΤΡΩΝ - ΑΔΕΛΦΩΝ Π. ΠΑΠΛΑ". Το σήμα κατατεθέν των Αδελφών Παπλά, μοιάζει με άγκυρα στα αριστερά.



Η άνω όψη της ανωτέρω κεράμου.


"ΚΕΡΑΜΟΠΟΙΕΙΟΝ ΑΘΗΝΩΝ - ΖΑΧΑΡΙΑΣ . Π . ΚΟΜΗΝΟΣ  ΑΘΗΝΑΙ"


Η άνω όψη της ανωτέρω κεράμου.


Γαλλική κέραμος εισαγωγής από τη Μασσαλία. Όλες οι παραπάνω κέραμοι είναι γνωστές ως "γαλλικές". Η προέλευση του τύπου, είναι σαφώς βορειοευρωπαική. "SACCOMAN FRERES - St-HENRI . MARSEILLE". Tο σήμα κατατεθέν του εργοστασίου, στα δεξιά.


Η άνω όψη της ανωτέρω κεράμου. Διακρίνονται τα ίχνη από την πίεση του καλουπιού.




Καλυπτήρας κεράμων διπλής καμπυλότητος απο το εργοστάσιο του Ευσταθίου Δηλαβέρη.



Άλλος τύπος καλυπτήρα, πιο απλός σε σχέση με τον παραπάνω.


Η διατομή του καλυπτήρος. Χαρακτηριστική η οξεία γωνία που σχηματίζει, η οποία είναι ευδιάκριτη στη στέγη.




Στρωτήρας κατασκευής Δημητρίου Σαρρή.


Δύο κοίλες κέραμοι με σφραγίδες κατασκευαστών. Η ανωτέρα είναι από "ΚΕΡΑΜΕΙΑ ΧΙΟΥ", ενώ η άλλη από το "ΚΕΡΑΜΟΠΟΙΕΙΟΝ ΑΝΤ. ΜΑΜΑΚΗΣ & ΣΙΑ - ΧΑΛΚΙΣ". Η συγκεκριμένη, είναι ίσως νεώτερη.




Δείγμα από κοίλες κεράμους, οι επονομαζόμενες "βυζαντινές". Οι ποιότητες και οι χρωματικές παραλλαγές τους, ήταν αμέτρητες.



Το πίσω μέρος ενός ακροκεράμου. Στο συγκεκριμένο ακροκέραμο, ο κατασκευαστής λέπτυνε περισσότερο την "ουρά" του, έτσι ώστε όταν αυτή καλυφθεί από την κέραμο, να παρουσιάζεται μία "συνέχεια" και ομοιομορφία. Αυτή η τεχνοτροπία συναντάται σε αρκετά ακροκέραμα. Η εγκοπή που φαίνεται, μάλλον δείχνει το ενδεικνυόμενο όριο και ίσως βοηθά ώστε η τελευταία κέραμος να "κουμπώσει" σωστά επάνω στο ακροκέραμο.


Κέραμοι διπλής καμπυλότητος σε κτίσμα του Βασιλικού Κτήματος Τατοίου. Ο συγκεκριμένος τύπος συναντάται σπανίως στην Ελλάδα. Αντιθέτως, δημοφιλέστερος υπήρξε ο επονομαζόμενος "γαλλικός". Η προέλευση αμφοτέρων, είναι από χώρες της κεντρικής και βορείου Ευρώπης.


                                                                                            ΚΕΡΑΜΟΙ


  "Ως πρός την μορφήν δύναται τις να διαιρέσει τας κεράμους είς τρείς κατηγορίας: 1ον εις επιπέδους, 2ον εις κοίλας και 3ον, εις κεράμους διπλής καμπυλότητος.

  Κέραμοι επίπεδοι
 Αύται είναι ή όλως επίπεδοι, ότε τοποθετούνται ως αι πλάκες προσηλωμέναι, ή κρατούμεναι υπό των ξυλίνων κανόνων δι' αγκιστροειδών συρμάτων, ή έχουσιν εις το άκρον μίαν εξοχήν (σχ. 23) εις τρόπον ώστε να συγκρατώνται, χωρίς να υπάρχωσι δίς καλυπτόμενα μέρη ώς εν τω σχήματι 22. Η μορφή του σχήματος 24 και διάφοροι άλλαι ανήκουσιν εις τας κεράμους της 1ης κατηγορίας.

  Κέραμοι κοίλαι
 Εν Ελλάδι γίνεται μεγίστη χρήσις των κοίλων κεράμων (σχ. 25, πίναξ 2) επειδή δε αύται δεν συνδέονται ούτε μετά της στέγης, ούτε αμοιβαίως, αύτη οφείλει να έχη μικράν κλίσιν πρός αποφυγίν ολισθήσεως των κεράμων. Έπεται λοιπόν ότι αι τοιαύται κέραμοι δεν δύνανται να είναι εν χρήσει, ή εις τα μεσημβρινά κλίματα, ένθα αι στέγαι δεν επιφορτίζονται πολύ υπό των χιόνων.
 Επειδή υπάρχουν πολλά δίς καλυπτόμενα μέρη απαιτούνται 30 περίπου κέραμοι κέραμοι ανά τετραγωνικόν μέτρον. Ούτω δυνάμεθα κατά προσέγγισιν να ορίσωμεν τον αναγκαίον αριθμόν κεράμων, ας θα προμηθευθώμεν κατά την κατάσκευήν οικοδομής τινός.

  Κέραμοι διπλής καμπυλότητος
 Αι κέραμοι αύται είναι ευκόλου κατασκευής και παρουσιάζουσιν όλα τα προτερήματα των κεράμων της 1ης κατηγορίας εκτός της ωραιότητος, σπανίως όμως ενταύθα γίνεται χρήσις αυτών, διότι θραύονται ευκόλως. Μικρός τις μαστός d εμποδίζει την ολίσθησιν των. Εις την Ελβετίαν ιδίως υπάρχουσιν πλείσται οικίαι εστεγασμέναι δια τούτων.
 Έτερον είδος κεράμων παρίσταται υπό του σχήματος 27, ούτινος χρήσις γίνεται συνήθως δια στέγας κλίσεως 0,40 ανά μέτρον ήτοι 23 μοίρες περίπου. Αι διαστάσεις εκάστης είναι 0,20 πρός 0,34, απαιτούνται δε 15 ανά τετρ. μέτρον. Το βάρος εκάστης είναι 3 χιλιόγρ.
 Το σχήμα 28 παριστά την μηχανήν, δι' ής τυπούνται αι εν λόγω κέραμοι δι' ενός εργάτου μετά δύο βοηθών.
 Ο εργάτης στρέφει την οριζόντιαν στεφάνην, ούτω δε ανέρχεται και κατέρχεται το άνω μέρος του τύπου, το δέ κάτω ολισθαίνει εφ΄ενός οριζοντίου άξονος, δυνάμενον να αναστραφή, όπως η τυπωθείσα κέραμος πέση επί τινός πλακός, ήν κρατεί είς βοηθός, ο δε έτερος θέτει την αναγκαίαν ποσότητα πηλού δια νέαν τύπωσιν.
 Η μηχανή αύτη παρέχει περί τας δύο χιλιάδας κεράμων καθ΄ημέραν, το δε βάρος της είναι 1000 χιλιόγρ. Αι περί ων ο λόγος κέραμοι, Γαλλικαί κοινώς λεγόμεναι, τιμώνται 150 έως 160 δραχμάς κατά χιλιάδα.

  Κατασκευή των κεράμων
 Αύται απαιτούσιν άργιλλον λεπτοτέραν και μάλλον επιμελώς παρεσκευασμένην, ή αι κοιναί πλίνθοι. Η τύπωσις απαιτεί επίσης περισσοτέραν εργασίαν, η δε έψησις γίνεται εντός κλιβάνων. Αι κέραμοι είναι συνήθως ερυθραί, δίδουσιν δε αυταίς ενίοτε φαιόν τι χρώμα ρίπτοντες εντός του κλιβάνου, κατά την έψησιν, δεσμίδας κλάδων δένδρων νεωστί αποκοπέντων. Οι ενάνθρακες ατμοί οξειδώνουν εν μέρει τον σίδηρον και παράγουσιν μέλαν οξείδιον.

  Ιδιότητες καλής κεράμου
 Η καλή κέραμος πρέπει να παράγη ήχον καθαρόν, να ήνε καλώς τυπωμένη και ν' ανθίσταται εις πίεσιν 40 χιλιογ. ανά τετραγωνικόν εκατοστόν, επί πολλάς δε ημέρας βρεχομένη να ήνε αδιάβροχος.

  Τιμή των κεράμων
 Αι συνήθεις κέραμοι αι εν Αθήναις κατασκευαζόμεναι τιμώνται 40 περίπου δραχμών ανά χιλιάδα: το χρώμα τούτων είναι υπέρυθρον, το δε των εν Πειραιεί κατασκευαζομένων συνήθως λευκόφαιον. Εις Χαλκίδαν, Πόρον και αλλαχού κατασκευάζουσιν επίσης κεράμους, αλλά δεν μεταφέρουσιν πολλάς εις Αθήνας, διότι θραύωνται καθ' οδόν."


Κείμενο και εικόνες από το βιβλίο του Ι. Ραπτάκη "Οικοδομική και κατασκευή διαφόρων έργων" τόμος Ι, Αθήνα, 1907.



ΩΜΟΣ ΠΗΛΟΣ - ΨΗΜΕΝΟΣ ΠΗΛΟΣ






ΩΜΟΣ  ΠΗΛΟΣ

  Ο πηλός χρησιμοποιούνταν κυρίως για την κατασκευή ωμοπλίνθων, δηλαδή τούβλων που φτιάχνονταν με καλούπια και μετά ξεραίνονταν στον ήλιο και όχι σε φούρνο όπως τα κεραμίδια και τα ακροκέραμα. Με τους ωμόπλινθους αυτούς ήταν χτισμένοι οι περισσότεροι τοίχοι των σπιτιών, από ένα ύψος και πάνω, όπως επίσης και πολλά από τα οχυρωματικά τείχη των πόλεων. Η χρήση τους ήταν ευρύτατη, λόγω του χαμηλού κόστους, της ταχύτητας κατασκευής και τοποθέτησης. Ακόμη πρόσφεραν μεγάλη ελαστικότητα και αντοχή στους σεισμούς. Στον πεισιστράτειο περίβολο του ιερού της Ελευσίνας βρέθηκαν τούβλα με διαστάσεις 45x45x10. Το κτίσιμό τους γίνονταν κατά το ισόδομο σύστημα,και κατά διαστήματα ενισχύονταν με ξυλοδεσιές και κατόπιν, για προστασία από τη βροχή, καλύπτονταν με επίχρισμα. Τα τείχη που είχαν μεγαλύτερο πάχος, προφυλάσσονταν και στο πάνω μέρος από ένα στέγαστρο με κεραμίδια.


ΨΗΜΕΝΟΣ  ΠΗΛΟΣ

  Ο ψημένος πηλός χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή δευτερευόντων στοιχείων στις οικοδομές, όπως κεραμίδια, ακροκέραμα, επίκρανα, γεισόποδες, πήλινοι σωλήνες, υδρορροές, καμινάδες. Η χρήση των ψημένων τούβλων άρχισε στα πρώιμα Ρωμαϊκά χρόνια και γρήγορα αναδείχτηκαν ως το κατεξοχήν οικοδομικό υλικό στις κάθε είδους ρωμαϊκές κατασκευές. Όπως λέει ο Βιτρούβιος, τα τούβλα πρέπει να κατασκευάζονται την άνοιξη και το φθινόπωρο και να χρησιμοποιούνται 2 χρόνια μετά την κατασκευή τους. Οι διαστάσεις τους ήταν πεντάδωρον ή τετράδωρον (δώρον=παλάμη).
  Τα δημόσια κτίρια κτίζονταν με πεντάδωρα τούβλα, ενώ τα σπίτια με τετράδωρα, γιατί αυτός ο τρόπος προσθέτει δύναμη, αντοχή και ωραία όψη και από τις δυο πλευρές του τοίχου. Αναφέρει ακόμα πως στην Ισπανία και στην Πιτάνη της Μικράς Ασίας κατασκεύαζαν τούβλα από ελαφρόπετρα που όταν τα πετούσαν στο νερό επέπλεαν. Αυτά δε χαλούσαν εύκολα στα υγρά κλίματα.


ΝΕΟΚΛΑΣΣΙΚΕΣ ΟΠΤΟΠΛΙΝΘΟΙ


Γ Φ


ΧΑΣΑΚΗ ΓΛΥΚΥΣ


ΑΝΤ. ΓΕΡΑΜΑΝΗΣ - ΧΑΛΚΙΣ


ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ


Α Κ ΡΟΥΦΟΥ


Δ.Π  ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗΣ


Ι Π

ΣΤΕΦΑΝΗ


ΑΡΕΘΟΥΣΑ - ΧΑΛΚΙΔΟΣ


Οπτόπλινθοι από τη Χαλκίδα. Χαρακτηριστικό το έντονο κόκκινο χρώμα και το βάρος τους. Από πάνω προς τα κάτω και από αριστερά προς τα δεξιά: ΝΘ ΝΗΚΟΛΑΟΥ-ΧΑΛΚΙΣ, ΠΑΝΑΓ. ΝΟΜΙΚΟΣ-ΧΑΛΚΙΣ, ΝΘ ΝΗΚΟΛΑΟΥ-ΧΑΛΚΙΣ, Ε.Γ.Β. ΛΕΥΚΑΝΤΗ ΧΑΛΚΙΔΟΣ, ΒΑΣΗΛΙΚΟ-Δ Σ, ΘΩΜΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ-ΧΑΛΚΙΣ


Χαρακτηριστικές οπτόπλινθοι διαφόρων κατασκευαστών.






Η τελευταία οπτόπλινθος είναι πυρίμαχη, από επένδυση εστίας. Τα αρχικά του κατασκευαστή είναι δυσδιάκριτα.


Χρήση της οπτοπλίνθου ως δομικού υλικού. Η μεταλλική δοκός στο υπέρθυρο, αντικατέστησε την παραδοσιακή ξυλοδεσιά και αντικαταστάθηκε με τη σειρά της από το τσιμεντένιο σενάζ, ήδη από τη δεκαετία του 1920.



Άλλο δείγμα τοιχοποιίας από οπτόπλινθο. Όσο γερό υλικό απεδείχθη τελικά, τόσο ασταθές φαίνεται να είναι το συνδετικό υλικό το οποίο χρησιμοποιήθηκε. Δείγμα επίσεις της ευρυτάτης χρήσεως του πηλού - οχι μόνο ως υλικού για τη διακοσμητική κεραμοπλαστική - αποτελεί και η πήλινη λεκάνη. Εσωτερικά επισμαλτωνόταν με λευκό σμάλτο. Η συγκεκριμένη φέρει και εξωτερική υάλωση.


Οπτόπλινθοι αρίστης ποιότητος, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ως έχουν για να δώσουν έναν χρωματικό τόνο στο γείσο του πετροκτίστου κτίσματος.


Παρόμοια χρήση των οπτοπλίνθων, ως διακοσμητικό στοιχείο του γείσου της στέγης. Αυτού του είδους η κατασκευή, λέγεται βροντάλι.


Παρ' όλη τη λύπη που μας προκαλεί η κατάσταση του κτιρίου, εντούτοις μας δίδεται η ευκαιρία να παρατηρήσουμε τον τρόπο κατασκευής και το συνδυασμό της τοπικής πέτρας με την οπτόπλινθο και το σχιστόλιθο.

Σπάνια φωτογραφία ίσως των αρχών του 20ου αιώνα. Φαίνεται καθαρά ο τρόπος χρήσεως των οπτοπλίνθων σε συνδυασμό με τα πέτρινα θεμέλια. Ο συγκεκριμένος τύπος των οπτοπλίνθων, μοιάζει πολύ με αυτές που χρησιμοποιήθηκαν στην Κέρκυρα αλλά και αλλού. Χαρακτηριστικό ειναι το μεγαλύτερο πάχος των. Άξιον παρατηρήσεως, το σκεπάρνι που φέρει ο αρχιμάστορας στο κέντρο.

Χρήση της οπτοπλίνθου σε συνδυασμό με την πέτρα, αποκλειστικά για την ανέγερση του πρώτου ορόφου. Επίσεις, στον ανακουφιστικό θόλο πάνω από τη θύρα εισόδου.




                                                                      ΠΕΡΙ ΟΠΤΟΠΛΙΝΘΩΝ

 " Καλούσιν οπτοπλίνθους ή κοινώς πλίνθους τους τεχνητούς λίθους, ών μεγίστη χρήσις γίνεται είς τα διάφορα έργα.
Διακρίνομεν 3 είδη οπτοπλίνθων. 1ον τας κοινάς, 2ον τας πυρίμαχας και 3ον τας διατρήτους.

ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ

  Εκλογή των γαιών
 Η καλή προς κατασκευήν οπτοπλίνθων γη πρέπει να ήναι παχεία, ουχί δε πολύ αργιλλώδης ούτε πολύ αμμώδης. Άν δεν υπάρχη κατάλληλος γη, παρασκευάζομεν αυτήν δια μείγματος γαιών, είτε δια της προσθήκης άμμου ή αργίλλου. Η δι' οπτοπλίνθους γη δεν πρέπει να περιέχη ασβεστολίθους, καθότι ούτοι  δια της εψήσεως παρέχουσιν άσβεστον, ήτις ερχομένη κατόπιν εις επαφήν μετά του ύδατος εξογκούται και θραύει την πλίνθον. Δια να εξετάσωμεν πλίνθον τινά αν περιέχη ασβέστιον, πρέπει να την θέσωμεν εντός του ύδατος, καθότι ούτω σβένυται η τυχόν υπάρχουσα άσβεστος και αποσυντίθεται η πλίνθος.

  Προπαρασκευή των γαιών
 Των γαιών εξαχθησών συνήθως προ της ενάρξεως του χειμώνος διαθέτομεν αυτάς κατά μικρούς σωρούς, ούς ανακινούμεν από καιρού εις καιρόν. Κατά την άνοιξιν η ατμοσφαιρική επήρεια θα αφανίσει τα διαλυτά άλατα και θα αποσυνθέση τας έν ταις γαίαις υπαρχούσας οργανικάς ουσίας.
Κατά το θέρος αναμιγνύομεν τας γαίας μετά του ύδατος προς σχηματισμόν πηλού. Η εργασία αυτή γίνεται 1ον διά των ποδών, 2ον δι' εργαλείου είδους σκαπάνης και 3ον διά μηχανών αναλόγων προς τας εν χρήσει διά την ανάμιξιν κονιαμάτων, πέρι ών κατωτέρω γενήσεται λόγος.
Η δια μηχανών ανάμιξις είναι καλλιτέρα, αλλ' αύται δεν δύνανται ώς ο εργάτης ν' απορίψωσιν τους λίθους, τας ρίζας και άλλας ακαθαρσίας. Ο όγκος του ύδατος δεν πρέπει να υπερβαίνη το ήμισυ του όγκου του παρασκευαζομένου μίγματος. Η ανάμιξις δέον να ήναι εντελής, καθότι απ' αυτής εξαρτάται η ποιότης των επιτευχθησομένων πλίνθων, αίτινες έσονται επί τοσούτον σκληραί και πυκναί, εφ' όσον η ανάμιξις καλώς εξετελέσθη.

  Πλαστούργησις 
  Αύτη εκτελείται διά πλινθουργείων συγκειμένων εξ ενός πλαστουργού και δύο βοηθών. Τα εν χρήσει εργαλεία εισί:
1ον μία τράπεζα, εφ' ής κείται αγγείον μεθ' ύδατος, εντός δε τούτου το εργαλείο του σχήματος 11.
2ον δύο τύποι (σχ. 12) σχηματισθέντες εκ τεσσάρων μικρών σανίδων, οίτινες εν γένει είναι απλοί και άνευ πυθμένος, ενίοτε δέ γίνεται χρήσις διπλών και μετά πυθμένος. (σχ. 13)
3ον έν αγγείον μετ' άμμου κείμενον παρά την τράπεζαν διά να τίθηται εις τους τύπους και υπό τας πλίνθους λεπτόν τι στρώμα άμμου.
 Πρός κατασκευήν μιας πλίνθου ο πλαστουργός λαμβάνει τον τύπον, θέτει αυτόν επί της τραπέζης, πληροί δια του προπαρασκευασθέντος μίγματος, ισοπεδοί την ανωτέραν αυτού επιφανείαν διά του εργαλείου (σχ. 11) και δίδει τον πλήρη τύπον είς ενα εκ των βοηθών του, όστις κενώνει αυτόν επί εδάφους λίαν ομαλού, πεπιεσμένου και κεκαλυμμένου υφ' ενός στρώματος άμμου , είτα δ' επαναφέρει τον τύπον και θέτει αυτόν επί της τραπέζης. Είς καλός εργάτης δύναται ούτω να τυπώση μέχρι 8000 πλίνθων καθ' εκάστην. Προτιμώτερον είναι να γίνεται η πλαστούργησις κατα την άνοιξιν και το φθινόπωρον, όπως ξηραίνονται ομοιομόρφως, διότι εν καιρώ θέρους ο ήλιος προσβάλλει ταύτας αποτόμως, παρουσιάζονται δε ρήγματα επί της εξωτερικής επιφανείας.

  Αποξήρανσις 
 Αι πλίνθοι έχουσαι ούτω την μεγάλην αυτών επιφάνειαν επί του εδάφους διατίθενται καθέτως όταν σκληρανθώσιν ολίγον. Όταν δε η ξήρανσις φανή αρκούσα, κατατάσσουσιν αυτάς κατά σειράς καθέτους επ' αλλήλων αφίνοντες κενά, όπως κυκλοφορή ο αήρ ελευθέρως ώς δεικνύει το σχήμα 14, σχηματίζοντες ούτω σωρούς ύψους 1.50 ή δύο μέτρων, ώς βλέπομεν υπό γενικήν μορφήν εις το σχήμα 15, ότε τας καλύπτουσι διά ψιαθών πρός προφύλαξιν από της ατμοσφαιρικής επηρείας. Είς τα εργοστάσια, ένθα η κατασκευή πλινθών είναι διαρκής, η αποξήρανσις γίνεται διά της διαθέσεως των πλινθών επί διαρκώς κεκαλυμμένου χώρου.

  Έψησις
 Η έψησις γίνεται διά ξύλων, τύρφης ή γαιανθράκων. Είς τας δύο πρώτας περιπτώσεις γίνεται χρήσις καμίνων. Διά των γαιανθράκων αποφεύγει τις συνήθως ταύτας κάμνων χρήσιν της παρακατιόν εκτιθέμενης μεθόδου υπό το όνομα "έψησις έν σωρώ". Η έψησις αύτη είναι οικονομικωτέρα εις τα μέρη, ένθα η τιμή των γαιανθράκων δεν είναι μεγάλη, διότι αφ' ενός δεν απαιτεί κεκαλυμμένον χώρον και αφ' ετέρου η εργασία δύναται να γείνη διαρκώς και ευκόλως επί της θέσεως του εγερθησομένου έργου, αλλ' αι διά ταύτης κατασκευαζόμεναι πλίνθοι κατά πολύ διαφέρουσιν αλλήλων ώς προς την ποιότηταν.

  Ωμαί πλίνθοι
  Αι ωμαί πλίνθοι έχουσιν περίπου 0,20 μήκος, 0,10 πλάτος και 0,08 πάχος ή ύψος είναι συνήθως εν χρήσει εις διάφορα χωρία δια μικράς οικοδομάς. Υπάρχουσι τοιαύται κατασκευασθείσαι προ 100 και πλέον ετών, διατηρούνται δε αρκούντως στερεαί. Άν τις μάλιστα κατασκευάση το κατώτερο μέρος του τοίχου εκ κοινής τοιχοποιίας και άνωθεν εξ ωμών πλίνθων, επιτυγχάνει τοίχον στερεόν, αρκεί μόνον να καλύψη και τας δύο αυτού επιφανείας δι' επιχρίσματος.

 Ένδειξις καλής ποιότητος πλίνθων
  Αι καλαί πλίνθοι έχουσιν απάσας αυτών τας γωνίας πλήρεις, κανονικάς και τας πλευράς επιπέδους, είναι δε ολίγον τι υελοποιημέναι, σκληραί, μεγάλης αντιστάσεως, μετά κόκκων λεπτών και συμπαγών και παράγουσιν ήχον καθαρόν κρουόμεναι ανά δύο. Βυθιζόμεναι εις το ύδωρ απορροφώσιν ολίγον και ανθίστανται εις το ψύχος. Πρός τούτοις το χρώμα αυτών δεικνύει την ποιότηταν, όπερ δεν είναι αυτό διά τας εκ διαφόρων γαιών προερχομένας. Έν γένει το καλόν χρώμα, όπερ δυνάμεθα να επιζητώμεν, είναι το υπέρυθρον.

  Αναλογίαι των διαστάσεων
 Διά να μην αναγκάζηται ο κτίστης να κόπτει τας πλίνθους, εκτός λίαν εξαιρετικών περιστάσεων, καλόν είναι, ώς το σχήμα 19 δεικνύει, να έχωμεν:
                                                  μήκος = 2 πλάτη + 1 αρμόν
                                            και πλάτος = 2 πάχη + 1 αρμόν
του αρμού έχοντος συνήθως πάχος μέχρις 8 χιλιοστών.


  Πλίνθοι Ελληνικαί και τιμαί αυτών
 Αι παρ' υμίν πλίνθοι έχουσι συνήθως τας ακολούθους διαστάσεις: αι της Χαλκίδος 0,25 μήκος, 0,125 πλάτος και 0,045 πάχος, πωλούνται δέ ανά χίλιαι περί τας 38 δραχμάς εν Αθήναις και 35 εν Πειραιεί. Αι του Πόρου έχουσαι 0,27 μήκος, 0, 12 πλάτος και 0,04 πάχος περί τας 35 δραχμάς. Αι του Πειραιώς πωλούνται επίσης περί τας 35 δραχμάς, αλλά το μήκος αυτών είναι μικρότερον του των εκ Πόρου, πολλαί δε αυτών είναι κακής ποιότητος ένεκα του εν αυταίς περιεχομένου θαλασσίου άλατος, όπερ παρουσιάζει κηλίδας επί της επιφανείας των εν ταις οικοδομαίς τοίχων. Γνωρίζοντες ούτω τας διαστάσεις των πλίνθων, ων θα κάμωμεν χρήσιν, και τας του τοίχου, όν πρόκειται να κτίσωμεν, ευκόλως προσδιορίζομεν τον αριθμόν των πλίνθων, ας δέον να προμηθευθώμεν δι' έκαστον έργον".


Από το βιβλίο "Οικοδομική και κατασκευή διαφόρων έργων" του Ιωάννου Ραπτάκη, τόμος Ι,  Αθήνα, 1907.

Από το ίδιο βιβλίο, εικονίζεται η χρήση των οπτοπλίνθων για την κατασκευή απλών και ανακουφιστικών θόλων.
    

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΩΜΑ





  Η εντύπωση  που μας αφήνουν σήμερα τα "πάλλευκα " ερείπια των αρχαίων ναών δεν είναι η σωστή. Το χρώμα, ένα βασικό στοιχείο έκφρασης της αρχαίας ελληνικής τέχνης, δεν ήταν δυνατόν να λείπει από τους ναούς. Έτσι, όλοι οι αρχαίοι ναοί σε αρκετά μέρη τους ήταν καλυμμένοι με χρώματα.
  Βέβαια ελάχιστα λείψανα απ αυτά έχουν μέχρι σήμερα διασωθεί ώστε να επιτρέπουν συμπεράσματα για τη γενική εντύπωση.
Τον περασμένο αιώνα τα ίχνη που σώζονταν ήταν πολύ περισσότερα. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με την τάση της εποχής να αναπαριστώνται τα μνημεία στην αρχική τους μορφή, έστω και με αρκετή δόση φαντασίας, έδωσε την ευκαιρία σε Γάλλους σπουδαστές της αρχιτεκτονικής να δημιουργήσουν εντυπωσιακά σχέδια με χρωματισμένους τους αρχαίους ελληνικούς ναούς.










                                                     ΤΕΧΝΙΚΕΣ  ΚΑΙ ΑΠΟΧΡΩΣΕΙΣ

   Τα χρώματα στους πώρινους ναούς μπορούσαν εύκολα να μπουν πάνω στο λευκό επίχρισμα που κάλυπτε όλες τις επιφάνειες η να ζωγραφιστούν στα πήλινα μέλη του θριγκού (μετόπες, σιμη, γείσα κ.λ.π.) Στους μαρμάρινους ναούς όμως, οι αρχαίοι εφάρμοσαν μια άλλη μέθοδο, την εγκαυστική: διέλυαν δηλαδή το χρώμα σε λιωμένο κερί και το τοποθετούσαν πάνω στο μάρμαρο φτιάχνοντας το σχέδιο ενός κοσμήματος η καλύπτοντας ομοιόμορφα μια ολόκληρη επιφάνεια. Κατόπιν, με ειδικό πυρωμένο εργαλείο γυάλιζαν τη βαμμένη επιφάνει, έτσι ώστε το χρώμα να μπει βαθιά στους πόρους του μαρμάρου.   Με χρώμα ήταν καλυμμένα και όλα τα γλυπτά, τα εναέτια και τα ανάγλυφα στις μετόπες ή στη ζωοφόρο του ναού. Τα τρίγλυφα βάφονταν πάντοτε με σκούρο γαλάζιο χρώμα, όπως και το τύμπανο των αετωμάτων, ενώ με κόκκινο το βάθος των μετοπών, καθώς επίσης και ορισμένα τμήματα των κιονκράνων.Επίσης, με χρωματιστά κοσμήματα από σκούρο γαλάζιο, κόκκινο και χρυσό χρώμα, στολίζονταν όλα τα κυμάτια, όλες οι λεπτές ζώνες που περιέτρεχαν το θριγκό, καθώς και τα φατνώματα στις οροφές. Ο τοίχος  του σηκού εξωτερικά είχε ζωηρό κόκκινο χρώμα που δημιουργούσε ευχάριστο συνδυασμό με το χαλκό που κάλυπτε τις θύρες και τα κιγκλιδώματα, που συχνά παρεμβάλλονταν ανάμεσα στους κίονες. Φαίνεται όμως πως καμμιά φορά και στους κορμούς των κιόνων γίνονταν κάποιο είδος βαφής, ίσως σε χρώμα κοκκαλί ή ανοιχτό κιτρινωπό και για να αμβλυνθεί το εκτυφλωτικό λευκό του γυμνού μαρμάρου, να εξαλειφθούν οι οριζόντιοι αρμοί των σπονδύλων και τα νερά του μαρμάρου, έτσι ώστε ο κίονας να φαίνεται ως ένα ενιαίο και αυτόνομο αρχιτεκτονικό μέλος.




Πρόσοψη του τάφου του Φιλίππου. Το χρώμα, μας δίνει μια εικόνα και για το διάκοσμο ενός δωρικού ναού. Εντυπωσιακή είναι η διατήρηση και της σκηνής κυνηγίου. (πηγή: www.zougla.gr)



Λεπτομέρεια από τον τάφο της Ευριδίκης. (πηγή: www. imathia.gr)



Ο τάφος των Ανθεμίων. Χαρακτηριστικό δείγμα ναισκομόρφου ταφικού μνημείου, με εξαιρετική διατήρηση του χρωματικού και όχι μόνο διακόσμου.  Τα πλούσια και έντονα χρώματα, έχουν σωθεί χάρη στην σύστασή τους και στη φύση του εδάφους. (πηγη: www. naoussa.gr)



Λεπτομέρεια από τον τάφο των Ανθεμίων. Το κεντρικό ακρωτήριο και λεπτομέρεια του τυμπάνου. Τα έντονα και ζωηρά χρώματα, ήταν χαρακτηριστικό στοιχείο στην ελληνική αρχιτεκτονική. (πηγή: www. naoussa.gr)



Αρχαίο ακροκέραμο με εγχάρακτη διακόσμηση και τμήμα των στρωτήρων. Το κυμάτιο είναι χρωματιστό όπως επίσεις και το ανθέμιο του ακροκεράμου. (πηγή: www.tovima.gr)



                                                   ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΣΤΗ ΝΕΟΚΛΑΣΣΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ



  Είναι δύσκολο να αποσαφηνίσουμε με ακρίβεια την όψη των νεοκλασσικών κτισμάτων όσον αφορά την απόχρωση των επιφανειών. Και αυτό, διότι κατόπιν τόσων δεκαετιών ανακαινίσεων και ατμοσφαιρικής ρύπανσης, καθίσταται σχεδόν αδύνατον. Στις μέρες μας, ελάχιστα δείγματα έχουν διασωθεί.
  Ωστόσο, θα πρέπει να αναζητήσουμε από τους ίδιους τους δημιουργούς του νεοκλασσικού κινήματος, τις πληροφορίες για τη χρωματική ταυτότητά του. Ήδη, από παλαιότερα χρόνια, είχαν ξεκινήσει προσπάθειες για να μελετηθεί το ζήτημα της πολυχρωμίας των ελληνικών αρχαιοτήτων. Σημεία αναφοράς, ήταν η πόλη της Πομπηίας με κατάληξη την έκφραση της διακοσμητικής της δημιουργίας, κατά τη διάρκεια της Αυτοκρατορίας στη Γαλλία και την εξάπλωσή της σε όλον τον ευρωπαικό χώρο. Η γαλλική σχολή, είχε προσδώσει συμβολικό χαρακτήρα σε χρώματα όπως το κόκκινο πομπηιανό, το μπλέ του κοβαλτίου, το λευκό και το χρυσό.
  Το χρώμα στον ελληνικό νεοκλασσικισμό, κατοχυρώθηκε ταυτόχρονα με την επιστημονική εξακριβωση των χρωμάτων της αρχαίας παραδόσεως. Υπήρξε βεβαίως και μία μίξη με τις στυλιστικές επιδράσεις από την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά αποτέλεσε και οργανικό στοιχείο διάκρισης των αρχιτεκτονικών μερών, συμβάλλοντας στην ιεράρχηση των ξεχωριστών στοιχείων του ρυθμού.

  "'Οσον αφορά την τεχνική, γνωρίζουμε ότι εφαρμόζονταν  κυρίως τα υδροχρώματα από ορυκτές στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, πρώτες ύλες. Έτσι υπήρχαν χρώματα με γαιώδη προέλευση, όπως οι διαβαθμίσεις της ώχρας και οι σιένες, η ούμπρα (σκιερό καφέ), το μπλέ-ουλτραμαρίνα (λουλακί), μερικά πράσινα κ. λπ. Επίσεις, σε άμεση σχέση με τα οξείδια ορισμένων στοιχείων - κοβάλτιο, χρώμιο, κάδμιο κ.α - είχαμε μπλέ, κίτρινο, πράσινο κόκκινο και άλλα χρώματα, όπως το λευκό του "τσίγκου" ή του μολύβδου. Εκείνο πάντως που είχε μεγάλη σημασία ήταν ότι ανάλογα με την επεξεργασία και τις προσμίξεις των χρωμάτων, μπορούσε κανείς να πετύχει μια ήπια και "γαιώδη" απόχρωση, που σε μεγάλο βαθμό πρόσφερε φυσικότητα στις αρχιτεκτονικές μορφές. Αυτό ειδικά το αποτέλεσμα είναι πολύ δύσκολο να το προσεγγίσουμε σήμερα, καθώς έχουμε να κάνουμε με τα σύγχρονα χημικά και πολυμερή χρώματα, τα οποία - στο σύνολό τους σχεδόν - αποδίδουν "δραστικούς" τόνους με αφύσικη λαμπρότητα και καθαρότητα.
  Η βαφή γινόταν πάνω στην απόλυτα επίπεδη επιφάνεια του τελευταίου - κατά σειρά, τρίτου -  κονιάματος του τοίχου, το οποίο ήταν και πιό λεπτό. Για να αποδοθεί κάποια φρεσκάδα και φωτεινότητα στον τόνο, περνούσαν προηγουμένως τις επιφάνεις με λευκό. Βέβαια, αυτό ήταν περιττό, στην περίπτωση που το τελευταίο στρώμα ήταν καθαρή μαρμαροκονία. Η ιδανική όμως τεχνική - που εφαρμοζόταν σε μνημειακά κτίρια - απαιτούσε την ανάμειξη του χρώματος στη μάζα της λεπτής κονίας, πριν αυτή επιστρωθεί στον τοίχο. Οι κρύσταλλοι του μαρμάρου προσέδιναν ποιότητα και διαφάνεια στους τόνους, ενώ το αποτέλεσμα παρουσίαζε ασύγκριτη σταθερότητα στις φθορές του χρόνου. 'Οσον αφορά τους χρωματικούς τόνους και την εφαρμογή τους στα δεδομένα μορφολογικά συστήματα, θα πρέπει από την αρχή να γίνει μια σαφής διάκριση. Σε μια πρώτη ομάδα εντάσσονται τα επιχρίσματα των αρχιτεκτονικών μελών με πρωτεύουσα και οργανική σχέση με τη ρυθμολογική διάρθρωση - δηλαδή, κρηπίδες και βάσεις, παραστάδες, ημικίονες, πεσσοί (επίκρανα και κιονόκρανα), πλαίσια ανοιγμάτων, επιστύλια και γείσα - καθώς και η μορφολόγηση της στέψης - όπως κορωνίδες, σίμες, ακροκέραμα - αλλά και κάθε είδους στηθαία, τα οποία έπρεπε να είναι λευκά. Αυτό συνέβαινε γιατί ο κλασσικισμός θεωρούσε βασικό υλικό κατασκευής των παραπάνω στοιχείων το μάρμαρο. Στη δεύτερη ομάδα ανήκαν όλες οι υπόλοιπες επιφάνειες "πλήρωσης" για τις οποίες επιλεγόταν ένας απαλός χρωματικός τόνος."
  "Για τα λευκά μέλη, ανακάτευαν πάντοτε σε ελάχιστη ποσότητα, μαύρο, γαλάζιο και κίτρινο, προκειμένου να αποφύγουν την παγερή λευκότητα της επιφάνειας - ιδιαίτερα στο σκληρό αττικό φώς - και να τις προσδώσουν διαφάνεια ανάλογη εκείνης του κατεργασμένου μαρμάρου. Όσον αφορά τα κεραμικά επίπλαστα στοιχεία - αν και σε μεταγενέστερες περιόδους επικράτησε η αντίληψη να αφήνονται στο φυσικό τους τόνο - ο "δογματικός κλασσικισμός" τα ήθελε οπωσδήποτε λευκά. (Σχόλιο: Σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχουν και σήμερα ακροκέραμα με υπολείμματα λευκού χρώματος στην επιφάνειά τους. Τελευταία έχει δυστυχώς επικρατήσει η συνήθεια να βάφονται αυτά με σκούρο κεραμιδί ή και "χονδροκόκκινο" χρώμα.)
  Για τις αδρές λιθοδομές (βάσεις, ακρογωνιαίοι λίθοι, ψευδορούστικα κ.α) πιο συνηθισμένο ήταν το σκιερό φαιοκίτρινο του δομικού πωρόλιθου (πιο γνωστό ως"πουρί" του Πειραιά) - που άλλωστε χρησιμοποιούνταν ευρέως σε ανάλογες κατασκευές. Παράλληλα, εμφανίστηκαν και ορισμένες εξαιρέσεις, που απέδιδαν το υλικό του μαρμάρου - δηλαδή ανοιχτό τόνο, όπως τα ρυθμολογικά στοιχεία που περιγράψαμε."

Απόσπασμα από το βιβλίο του Μάνου Γ. Μπίρη, "Αθηναική αρχιτεκτονική, 1875-1925", Εκδοτικός Οίκος "Μέλισσα" Β' έκδοση, Αθήνα, 2003



Ακροκέραμο της ομάδος Α5. Το λευκό χρώμα, είναι κατά πάσα πιθανότητα το αρχικό, μιας και δεν υπάρχουν ίχνη άλλου χρώματος. Ενδέχεται παρ' όλα αυτά, να επιχρωματίσθηκε μετέπειτα, επειδή ως τύπος χρησιμοποιήθηκε κυρίως κατά τον ύστερο νεοκλασσικισμό.


Ακροκέραμο της ομάδος Α5, παρόμοιο με το προηγούμενο. Εδώ έγινε χρήση χονδροκόκκινου χρώματος, όπως παρουσιάζεται σε πολλά κτίρια.




Ακροκέραμο της ομάδος Α4. Εκ των υστέρων, χρωματίσθηκε με το σκούρο κεραμιδί, το οποίο διαλύθηκε κατά τόπους αφήνοντας να εμφανισθεί το αρχικό λευκό χρώμα.